Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Temperatur (de) θηλυκό

  1. θερμοκρασία
    die Temperatur steigt - η θερμοκρασία ανεβαίνει