Ruhe
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ruhe (de) θηλυκό
- η ησυχία
Εκφράσεις επεξεργασία
- jemanden in Ruhe lassen - αφήνω κάποιον ήσυχο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ruhe αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ruhe < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ruhe αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]