Δείτε επίσης: resolution, résolution

Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Resolution (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Resolutionen)

  1. η απόφαση
  2. η παράκληση
  3. (τεχνολογία) η ευκρίνεια εικόνας

Συνώνυμα επεξεργασία