Pension
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Pension | die | Pensionen |
γενική | der | Pension | der | Pensionen |
δοτική | der | Pension | den | Pensionen |
αιτιατική | die | Pension | die | Pensionen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Pension (de) θηλυκό
- σύνταξη (ποσό που παίρνει ένας συνταξιούχος)