Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Peneus < (αρχαία ελληνική) Πηνειός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Peneus αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Peneus
-
γενική Peneī
-
δοτική Peneō
-
αιτιατική Peneum
-
κλητική Penee
-
αφαιρετική Peneō
-
(β' κλίση)