Kenner
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Kenner | die | Kenner |
γενική | des | Kenners | der | Kenner |
δοτική | dem | Kenner | den | Kennern |
αιτιατική | den | Kenner | die | Kenner |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Kenner < kennen
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Kenner (de) αρσενικό
Σύνθετα επεξεργασία
- der Kennerblick - το έμπειρο μάτι
- der Menschenkenner - ο γνώστης της ανθρώπινης ψυχής
- der Weinkenner - ο ειδήμων στα κρασιά
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Kenner < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Kenner αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]