Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Kalendae < calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Kalendae (la) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ad Kalendas Graecas: στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή ποτέ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
Kalendae
γενική
-
Kalendārum
δοτική
-
Kalendīs
αιτιατική
-
Kalendās
κλητική
-
Kalendae
αφαιρετική
-
Kalendīs
(α' κλίση)