Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

KO, αρχικά του knock out (ρήμα) / knockout (ουσιαστικό)

  Συντομομορφή επεξεργασία

KO (en)

  1. νοκ άουτ (ουσιαστικό)
  2. βγάζω κάποιον νοκ άουτ (ρήμα)