Hausschwein
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Hausschwein | die | Hausschweine |
γενική | des | Hausschweins Hausschweines |
der | Hausschweine |
δοτική | dem | Hausschwein Hausschweine |
den | Hausschweinen |
αιτιατική | das | Hausschwein | die | Hausschweine |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Hausschwein (de) ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) ο εξημερωμένος, οικόσιτος χοίρος