Δείτε επίσης: BD, .bd

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. Bd < σύντμηση του Baud
  2. Bd < σύντμηση του Board (of Directors)

  Συντομομορφή επεξεργασία

Bd (en) συντομογραφία

  1. (μονάδα μέτρησης, τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) σύντμηση του baud[1][2]
  2. σύντμηση του board, όπου εννοείται το board of directorsΒoard of Directors), δηλ. το Διοικητικό Συμβούλιο (συντετμημένη μορφή: ΔΣ)
     συνώνυμα: BoD, B of D

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «μπωντ», «Bd» από αναζήτηση «baud» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. συντομογραφία "Bd", acronyms.thefreedictionary. Προσπέλαση 2020-05-26.