Auge
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Auge (de) ουδέτερο
- το μάτι
- er kann kaum die Augen aufhalten - μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Auge < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Auge αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]