Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Absicht (de) θηλυκό

  • η πρόθεση, ο σκοπός
    ich habe die Absicht... - έχω την πρόθεση / προτίθεμαι / σκοπεύω...

Εκφράσεις επεξεργασία