Aa
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Aa (de) θηλυκό
- Αρχαία γερμανική λέξη που σημαίνει "ρέον ύδωρ" (σύγκρ. με "Ache" και "aqua"). Απαντά αυτοτελώς στην ονομασία ποταμών και ως ρίζα ή κατάληξη στην ονομασία πόλεων και τοποθεσιών της βόρειας, δυτικής και κεντρικής Ευρώπης: Aa, Große Aa, Kleine Aa, Engelberger Aa, Aar, Aare κτλ.
- Γράμμα του γερμανικού αλφαβήτου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Aa αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [1]