Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φανής η -φανής το -φανές
      γενική του -φανούς* της -φανούς του -φανούς
    αιτιατική τον -φανή τη(ν) -φανή το -φανές
     κλητική -φανή(ς) -φανής -φανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φανείς οι -φανείς τα -φανή
      γενική των -φανών των -φανών των -φανών
    αιτιατική τους -φανείς τις -φανείς τα -φανή
     κλητική -φανείς -φανείς -φανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-φανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φανής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φα‐νής

  Επίθημα επεξεργασία

-φανής, ής, ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

επίθετα όπως

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -φανήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -φανής τὸ -φανές
      γενική τοῦ/τῆς -φανοῦς τοῦ -φανοῦς
      δοτική τῷ/τῇ -φανεῖ τῷ -φανεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν -φαν τὸ -φανές
     κλητική ! -φανές -φανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -φανεῖς τὰ -φαν
      γενική τῶν -φανῶν τῶν -φανῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς -φανέσ(ν) τοῖς -φανέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς -φανεῖς τὰ -φαν
     κλητική ! -φανεῖς -φαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -φανεῖ τὼ -φανεῖ
      γεν-δοτ τοῖν -φανοῖν τοῖν -φανοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-φανής < (φαίνω) θέμα φαν- (όπως στον παθητικό αόριστο ἒ-φαν-ην) + -ής. Για τις ετυμολογικές οικογένειες του φαν- → δείτε τις λέξεις φάος και φημί.

  Επίθημα επεξεργασία

-φανής, ής, ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία