Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -πλάσιος η -πλάσια το -πλάσιο
      γενική του -πλάσιου της -πλάσιας του -πλάσιου
    αιτιατική τον -πλάσιο τη(ν) -πλάσια το -πλάσιο
     κλητική -πλάσιε -πλάσια -πλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -πλάσιοι οι -πλάσιες τα -πλάσια
      γενική των -πλάσιων των -πλάσιων των -πλάσιων
    αιτιατική τους -πλάσιους τις -πλάσιες τα -πλάσια
     κλητική -πλάσιοι -πλάσιες -πλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-πλάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πλάσιος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpla.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πλά‐σι‐ος

  Επίθημα επεξεργασία

-πλάσιος, -α, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -πλάσιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα