Δείτε επίσης: -λογιά, λογία, λόγια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -λογία οι -λογίες
      γενική της -λογίας των -λογιών
    αιτιατική τη(ν) -λογία τις -λογίες
     κλητική -λογία -λογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -λογία < -λόγος < λόγος (μελέτη) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λο‐γί‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-λογία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -λογία < -λόγος < λόγος

  Επίθημα επεξεργασία

-λογία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -λογί αἱ -λογίαι
      γενική τῆς -λογίᾱς τῶν -λογιῶν
      δοτική τῇ -λογί ταῖς -λογίαις
    αιτιατική τὴν -λογίᾱν τὰς -λογίᾱς
     κλητική ! -λογί -λογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -λογί
γεν-δοτ τοῖν  -λογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογία < -λόγος < λόγος (μελέτη)
  • για τη σημασία «συλλέγω» < λέγω (στη σημασία: συλλέγω)

  Επίθημα επεξεργασία

-λογία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία