Δείτε επίσης: δήποτε

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δήποτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -δήποτε [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.po.te/

  Επίθημα επεξεργασία

-δήποτε

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δήποτε < δήποτε (κάποτε) < δή + ποτέ

  Επίθημα επεξεργασία

-δήποτε

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία