Δείτε επίσης: -αίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -αῖος -αί τὸ -αῖον
      γενική τοῦ -αίου τῆς -αίᾱς τοῦ -αίου
      δοτική τῷ -αί τῇ -αί τῷ -αί
    αιτιατική τὸν -αῖον τὴν -αίᾱν τὸ -αῖον
     κλητική ! -αῖε -αί -αῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -αῖοι αἱ -αῖαι τὰ -αῖ
      γενική τῶν -αίων τῶν -αίων τῶν -αίων
      δοτική τοῖς -αίοις ταῖς -αίαις τοῖς -αίοις
    αιτιατική τοὺς -αίους τὰς -αίᾱς τὰ -αῖ
     κλητική ! -αῖοι -αῖαι -αῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -αίω τὼ -αί τὼ -αίω
      γεν-δοτ τοῖν -αίοιν τοῖν -αίαιν τοῖν -αίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-αῖος < ουσιαστικά, κύρια ονόματα, τοπωνύμια ή επιρρήματα + -ιος. Δείτε και -ιαῖος

  Επίθημα επεξεργασία

-αῖος

  1. κατάληξη επιθέτων που δήλωνε σε σχέση με το όνομα ή το επίρρημα από το οποίο είχε παραχθεί
    1. καταγωγή (πατριδωνυμικά)
      Μυτιλήνη, Μυτιληνα- + -ιος > Μυτιληναῖος, Μυτιληναία, Μυτιληναῖον
    2. προέλευση
      ἀγορά, ἀγορα- + -ιος > ἀγοραῖος
    3. ιδιοκτησία, πηγή, στενό συσχετισμό ή κάτι που άρμοζε
      ράγδην, ραγδ- + -αῖος > ραγδαῖος
      χέρσος, χερσ[ο] + -αῖος > χερσαῖος
  2. κατάληξη ανδρικών ονομάτων
    ἀρετή, ἀρετα- > Ἀρεταῖος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -αῖος οἱ -αῖοι
      γενική τοῦ -αίου τῶν -αίων
      δοτική τῷ -αί τοῖς -αίοις
    αιτιατική τὸν -αῖον τοὺς -αίους
     κλητική ! -αῖε -αῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -αίω
γεν-δοτ τοῖν  -αίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «-αίος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.