Δείτε επίσης: όπλο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὅπλον τὰ ὅπλ
      γενική τοῦ ὅπλου τῶν ὅπλων
      δοτική τῷ ὅπλ τοῖς ὅπλοις
    αιτιατική τὸ ὅπλον τὰ ὅπλ
     κλητική ! ὅπλον ὅπλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὅπλω
γεν-δοτ τοῖν  ὅπλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὅπλον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὅπλον ουδέτερο, συχνότερα στον πληθυντικό

  1. εργαλείο και μέσο πολέμου
  2. ξάρτι, άρμενα και αναγκαία μέσα πλοίου
  3. (οπλισμός) εξαρτύσεις στρατιωτών
  4. γενικότερα ο οπλισμός

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ὁπλ- 

Σύνθετα επεξεργασία

και

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία