ὅπλον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὅπλον | τὰ | ὅπλᾰ |
γενική | τοῦ | ὅπλου | τῶν | ὅπλων |
δοτική | τῷ | ὅπλῳ | τοῖς | ὅπλοις |
αιτιατική | τὸ | ὅπλον | τὰ | ὅπλᾰ |
κλητική ὦ! | ὅπλον | ὅπλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὅπλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὅπλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὅπλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὅπλον ουδέτερο, συχνότερα στον πληθυντικό
- εργαλείο και μέσο πολέμου
- ξάρτι, άρμενα και αναγκαία μέσα πλοίου
- (οπλισμός) εξαρτύσεις στρατιωτών
- γενικότερα ο οπλισμός
Παράγωγα επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ὁπλ-
ὁπλ-
Σύνθετα επεξεργασία
- ὁπλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁπλο- στο Βικιλεξικό
- -οπλος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -οπλος στο Βικιλεξικό
και
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὅπλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅπλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.