Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὅμαδος < ὁμάς ή ὁμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὅμαδος αρσενικό

  1. βοή, ταραχή από ομάδα συγκεντρωμένων ανθρώπων
  2. πάταγος μάχης

Συγγενικά επεξεργασία