Δείτε επίσης: ορμαθός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁρμαθός < ὅρμος + εἲρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὁρμαθός αρσενικό

  • παρόμοια αντικείμενα, αρκετά σε ποσότητα, που είναι περασμένα σε κλωστή ή σύρμα