Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)

  Ρήμα επεξεργασία

ὀρύσσω

  1. σκάβω
  2. εξορύσσω
  3. θάβω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία