Δείτε επίσης: οκτώ, οχτώ, ὀκτα-

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀκτώ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **oḱtṓw Συγγενή: σανσκριτική अष्ट (aṣṭa), λατινική octo(> ιταλική otto, γαλλική huit), πρωτογερμανική *ahtōu (> γερμανική acht, αγγλική eight)[1]

  Αριθμητικό επεξεργασία

ὀκτώ

  • ο αριθμός οκτώ, άκλιτο: οἱ ὀκτώ, αἱ ὀκτώ και τά ὀκτώ
    ὀκτώκαιδέκα= το 18

Παράγωγα επεξεργασία

παράγωγα και σύνθετα

και

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οκτώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία