Δείτε επίσης: Ίλιον

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ῑλῐο-
ονομαστική τὸ Ἴλιον τὰ Ἴλι
      γενική τοῦ Ἰλίου1
Ἰλιόφι (επικός)
τῶν Ἰλίων
      δοτική τῷ Ἰλί τοῖς Ἰλίοις
    αιτιατική τὸ Ἴλιον τὰ Ἴλι
     κλητική ! Ἴλιον Ἴλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰλίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἰλίοιν
*Ἰλίοο θεωρείται η αληθής γενική ενικού όπως Ἀιόλοο.
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ῑ̓́λῐον < *Ϝίλῐον/Ϝίλῐος < ανατολικής προέλευσης · χεττιτικά 𒃾𒇻𒊭 (Wi-lu-ša) (Βιλούσα)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ῑ̓́λῐον ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. η απώλεια του -σ- οφείλεται σε χεττιτικό τύπο χωρίς -σ-
  2. η παρουσία του δίγαμμα είναι βέβαιη από τον Όμηρο

  Πηγές επεξεργασία