ἱππασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἱππασίᾱ | αἱ | ἱππασίαι |
γενική | τῆς | ἱππασίᾱς | τῶν | ἱππασιῶν |
δοτική | τῇ | ἱππασίᾳ | ταῖς | ἱππασίαις |
αιτιατική | τὴν | ἱππασίᾱν | τὰς | ἱππασίᾱς |
κλητική ὦ! | ἱππασίᾱ | ἱππασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱππασίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἱππασία θηλυκό