Δείτε επίσης: ιδέα, ΙΔΕΑ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰδέ αἱ ἰδέαι
      γενική τῆς ἰδέᾱς τῶν ἰδεῶν
      δοτική τῇ ἰδέ ταῖς ἰδέαις
    αιτιατική τὴν ἰδέᾱν τὰς ἰδέᾱς
     κλητική ! ἰδέ ἰδέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰδέ
γεν-δοτ τοῖν  ἰδέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰδέα < πρωτοελληνική *widéhā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *widéseh₂ < *wéydos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰδέα θηλυκό [ ]

  1. η μορφή
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 315e Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
    νέον τι ἔτι μειράκιον, ὡς μὲν ἐγᾦμαι καλόν τε κἀγαθὸν τὴν φύσιν, τὴν δʼ οὖν ἰδέαν πάνυ καλός
     συνώνυμα: εἶδος
  2. το φαίνεσθαι
  3. το είδος, η κατηγορία
  4. ο τρόπος
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 100 κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr
    ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας: σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας
  5. (φιλοσοφία, κατά τον Πλάτωνα) αἱ ἰδέαι (στον πληθυντικό): οι ιδέες
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 6, 507b κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr
    Καὶ τὰ μὲν δὴ ὁρᾶσθαί φαμεν, νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ.
    Και λέμε για κείνα τα πολλά πως τα βλέπομε και όχι πως τα νοούμε, ενώ για τις ιδέες πως τις νοούμε, δεν τις βλέπομε όμως. (Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία