Δείτε επίσης: Ήβη, ἥβη, ήβη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἥβη
      γενική τῆς Ἥβης
      δοτική τῇ Ἥβ
    αιτιατική τὴν Ἥβην
     κλητική ! Ἥβη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἥβη < ἥβη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἥβη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) η Ήβη, θεά της νεότητας, κόρη του Δία και της Ήρας