Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἥσσων < ἦκα (ἥκjων = ἥσσων)

  Επίθετο επεξεργασία

ἥσσων, ἥσσων, ἧσσον γενική: ἥσσονος

  • ως συγκριτικός του κακός ή λίγος ή του ἦκα (του τελευταίου με την έννοια του λίγου): χειρότερος, μικρότερος, λιγότερος, ασθενέστερος, υποδεέστερος

Συγγενικά επεξεργασία