Δείτε επίσης: Ἥβη, ήβη, Ήβη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἥβη αἱ ἧβαι
      γενική τῆς ἥβης τῶν ἡβῶν
      δοτική τῇ ἥβ ταῖς ἥβαις
    αιτιατική τὴν ἥβην τὰς ἥβᾱς
     κλητική ! ἥβη ἧβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥβ
γεν-δοτ τοῖν  ἥβαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἥβη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *i̯ēgʷā- (δύναμη) < *i̯ē- (νέος) + *gʷei̯- (βίος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἥβη θηλυκό

  1. η νεότητα, η νιότη
  2. (ειδικότερα) η περίοδος της ζωής πριν την ενηλικίωση
  3. το νεανικό σφρίγος, η δύναμη και το πνεύμα της νιότης

  Πηγές επεξεργασία