Δείτε επίσης: η, , ή, ,

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< λείπει η ετυμολογία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

  1. (διαζευκτικός) ή
  2. (εισάγοντας δεύτερο όρο σύγκρισης) από

  Πηγές επεξεργασία