ἡλιοτρόπιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἡλιοτρόπιον | τὰ | ἡλιοτρόπιᾰ |
γενική | τοῦ | ἡλιοτροπίου | τῶν | ἡλιοτροπίων |
δοτική | τῷ | ἡλιοτροπίῳ | τοῖς | ἡλιοτροπίοις |
αιτιατική | τὸ | ἡλιοτρόπιον | τὰ | ἡλιοτρόπιᾰ |
κλητική ὦ! | ἡλιοτρόπιον | ἡλιοτρόπιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡλιοτροπίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡλιοτροπίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἡλιοτρόπιον ουδέτερο