Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἕνωσις < ἑνόω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἕνωσις θηλυκό

  • ένωση, συνδυασμός δύο σε ένα