ἕλκω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:διαχωρισμός ορισμών, έλεγχος συγγενικών)]]
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἕλκω < ϝέλκω < ρίζα ϝελκ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)· συγγενές με τα ὦλξ, αὖλαξ και ὁλκή
Ρήμα επεξεργασία
ἕλκω
- τραβάω πισω μου, σέρνω, απάγω, σύρω επάνω, ανέλκω, σύρω εδώ κι εκει, σέρνω κάποιον στα δικαστήρια, έχω βάρος επάνω μου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ἕλξις
- ἑλκτέον (αυτό που πρέπει να έλξει κάποιος)
- ἑλκτικός (αυτός που μπορεί να τραβήξει, να σύρει)
- ἑλκυστάζω : θαμιστικό του ἓλκω και ἑλκύω (σέρνω εδώ κι εκεί)
με ὁλκ- → δείτε (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα επεξεργασία
σε -μαι
σε -ω
- πάνω από 40 Λέξεις με -ελκω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές επεξεργασία
- ἕλκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕλκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.