Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔξεστι < (ἐξ) ἔξ- + ἐστί, γ' πρόσωπο ενικού του εἰμί

  Ρήμα επεξεργασία

ἔξεστι (απρόσωπο ρήμα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου:

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία