Δείτε επίσης: ετοιμασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑτοιμασί αἱ ἑτοιμασίαι
      γενική τῆς ἑτοιμασίᾱς τῶν ἑτοιμασιῶν
      δοτική τῇ ἑτοιμασί ταῖς ἑτοιμασίαις
    αιτιατική τὴν ἑτοιμασίᾱν τὰς ἑτοιμασίᾱς
     κλητική ! ἑτοιμασί ἑτοιμασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑτοιμασί
γεν-δοτ τοῖν  ἑτοιμασίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτοιμασία < ἑτοιμάζω + -σία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑτοιμασία θηλυκό

  1. ετοιμότητα
  2. προετοιμασία, ετοιμασία

  Πηγές επεξεργασία