Δείτε επίσης: εσμός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< ρήμα ἕζομαι (κάθομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑσμός αρσενικό