Δείτε επίσης: ερμηνεύω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἑρμηνεύω   ἑρμηνεύομαι 
Παρατατικός  ἡρμήνευον   ἡρμηνευόμην 
Μέλλοντας  ἑρμηνεύσω    _ & ἡρμηνεύθην 
Αόριστος  ἡρμήνευσα 
Παρακείμενος  ἡρμήνευκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύ(ς) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

ἑρμηνεύω

  1. εξηγώ, αναπτύσσω, διασαφηνίζω
  2. διερμηνεύω, μεταφράζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

μετοχές:

απαρέμφατα

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία