Δείτε επίσης: εκατόμβη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑκᾰτόμβα-
ονομαστική ἑκατόμβη αἱ ἑκατόμβαι
      γενική τῆς ἑκατόμβης τῶν ἑκατομβῶν
      δοτική τῇ ἑκατόμβ ταῖς ἑκατόμβαις
    αιτιατική τὴν ἑκατόμβην τὰς ἑκατόμβᾱς
     κλητική ! ἑκατόμβη ἑκατόμβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑκατόμβ
γεν-δοτ τοῖν  ἑκατόμβαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑκατόμβη < *ἑκατόμ-βϜᾱ < ἑκατόν + *-βϜᾱ, [[μεταπτωτική βαθμίδα] στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷṓws (βόδι, βοῦς) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑκατόμβη θηλυκό

  1. (θρησκεία)
    1. (αρχική σημασία) θυσία 100 βοδιών
    2. (γενίκευση σημασίας) εκατόμβη (γενικότερα κάθε μεγαλοπρεπής θυσία)
  2. (ελληνιστική σημασία) είδος κολλύριου
  3. (σε επιγραφή) γιορτή στην λακωνική πόλη Γερόνθραι

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. «εκατόμβη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.