ἐρυθρός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ἐρῠθρο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἐρυθρός | ἡ | ἐρυθρᾱ́ | τὸ | ἐρυθρόν | |
γενική | τοῦ | ἐρυθροῦ | τῆς | ἐρυθρᾶς | τοῦ | ἐρυθροῦ | |
δοτική | τῷ | ἐρυθρῷ | τῇ | ἐρυθρᾷ | τῷ | ἐρυθρῷ | |
αιτιατική | τὸν | ἐρυθρόν | τὴν | ἐρυθρᾱ́ν | τὸ | ἐρυθρόν | |
κλητική ὦ! | ἐρυθρέ | ἐρυθρᾱ́ | ἐρυθρόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἐρυθροί | αἱ | ἐρυθραί | τὰ | ἐρυθρᾰ́ | |
γενική | τῶν | ἐρυθρῶν | τῶν | ἐρυθρῶν | τῶν | ἐρυθρῶν | |
δοτική | τοῖς | ἐρυθροῖς | ταῖς | ἐρυθραῖς | τοῖς | ἐρυθροῖς | |
αιτιατική | τοὺς | ἐρυθρούς | τὰς | ἐρυθρᾱ́ς | τὰ | ἐρυθρᾰ́ | |
κλητική ὦ! | ἐρυθροί | ἐρυθραί | ἐρυθρᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρυθρώ | τὼ | ἐρυθρᾱ́ | τὼ | ἐρυθρώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρυθροῖν | τοῖν | ἐρυθραῖν | τοῖν | ἐρυθροῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐρυθρός < ἐρεύθω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
ἐρυθρός, -ά, -όν
Εκφράσεις επεξεργασία
- Ἐρυθρὰ θάλασσα (στον Ηρόδοτο: Ἐρυθρὴ θάλασσα)
Παράγωγα επεξεργασία
- ἐρυθρώτερος, ἐρυθρώτατος → δείτε και τις λέξεις ἐρυθρότερος και ἐρυθρότατος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἐρυθρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρυθρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.