Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐργασία < ἐργάζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐργασία θηλυκό

  1. η εργασία, η δουλειά
  2. το αποτέλεσμα μιας εργασίας, ένα έργο τέχνης, μια κατασκευή, μια οικοδομή