Δείτε επίσης: εραστής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐραστής οἱ ἐρασταί
      γενική τοῦ ἐραστοῦ τῶν ἐραστῶν
      δοτική τῷ ἐραστ τοῖς ἐρασταῖς
    αιτιατική τὸν ἐραστήν τοὺς ἐραστᾱ́ς
     κλητική ! ἐραστᾰ́ ἐρασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐραστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐρασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐραστής, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < ἔραμαι, θέμα ἐρασ- + -τής, άγνωστης ετυμολογίας [1] → δείτε και τις λέξεις ἔρως και ἐράω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐραστής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ἐρασ- 

με ἐρασ-

για το θέμα ἐρωτ- → δείτε τη λέξη ἔρως

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία