Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισκέπτομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπισκέπτομαι

  • παρατηρώ και εξετάζω αναλυτικά και προσεκτικά

Ταυτόσημο επεξεργασία