Δείτε επίσης: επικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπικός ἐπική τὸ ἐπικόν
      γενική τοῦ ἐπικοῦ τῆς ἐπικῆς τοῦ ἐπικοῦ
      δοτική τῷ ἐπικ τῇ ἐπικ τῷ ἐπικ
    αιτιατική τὸν ἐπικόν τὴν ἐπικήν τὸ ἐπικόν
     κλητική ! ἐπικέ ἐπική ἐπικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπικοί αἱ ἐπικαί τὰ ἐπικᾰ́
      γενική τῶν ἐπικῶν τῶν ἐπικῶν τῶν ἐπικῶν
      δοτική τοῖς ἐπικοῖς ταῖς ἐπικαῖς τοῖς ἐπικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπικούς τὰς ἐπικᾱ́ς τὰ ἐπικᾰ́
     κλητική ! ἐπικοί ἐπικαί ἐπικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπικώ τὼ ἐπικᾱ́ τὼ ἐπικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπικοῖν τοῖν ἐπικαῖν τοῖν ἐπικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπικός < ἔπος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπικός

  Πηγές επεξεργασία