Δείτε επίσης: επίρρημα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίρρημα < ἐπί + ῥῆμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίρρημα ουδέτερο

  1. αυτό που λέγεται μαζί ή μετά από κάτι άλλο
  2. (κατ’ επέκταση) το σχόλιο