Δείτε επίσης: επίθετος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίθετος < ἐπιτίθημι (προσθέτω κάτι)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπίθετος, -ος, -ον

  1. πρόσθετος, νεοαποκτηθείς
  2. φανταστικός
     αντώνυμα: ἀληθινός
  3. (για γράμμα) που τον έχουμε εμπιστευθεί σε κάποιον
  4. επιθετικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίθετος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883