Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίθετον ουδέτερο

  1. το επίθετο
  2. → δείτε τη λέξη ἐπίθημα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ἐπίθετον ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού του ἐπίθετος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἐπίθετος