Δείτε επίσης: εντελής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐντελής τὸ ἐντελές
      γενική τοῦ/τῆς ἐντελοῦς τοῦ ἐντελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐντελεῖ τῷ ἐντελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐντελ τὸ ἐντελές
     κλητική ! ἐντελές ἐντελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐντελεῖς τὰ ἐντελ
      γενική τῶν ἐντελῶν τῶν ἐντελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐντελέσ(ν) τοῖς ἐντελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐντελεῖς τὰ ἐντελ
     κλητική ! ἐντελεῖς ἐντελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐντελεῖ τὼ ἐντελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐντελοῖν τοῖν ἐντελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντελής < ἐν- + -τελής (τέλος)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐντελής, -ής, -ές , συγκριτικός: ἐντελέστερος, υπερθετικός:  ἐντελέστατος

  1. τέλειος, πλήρης
  2. άθικτος, ακέραιος
  3. αμόλυντος
  4. (για στρατιώτες) σε καλή κατάσταση, αποτελεσματικός
  5. (για ανθρώπινη ηλικία) σε ώριμη ηλικία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου:

  Πηγές επεξεργασία