Δείτε επίσης: ελάχιστος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλάχιστος ἐλαχίστη τὸ ἐλάχιστον
      γενική τοῦ ἐλαχίστου τῆς ἐλαχίστης τοῦ ἐλαχίστου
      δοτική τῷ ἐλαχίστ τῇ ἐλαχίστ τῷ ἐλαχίστ
    αιτιατική τὸν ἐλάχιστον τὴν ἐλαχίστην τὸ ἐλάχιστον
     κλητική ! ἐλάχιστε ἐλαχίστη ἐλάχιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλάχιστοι αἱ ἐλάχισται τὰ ἐλάχιστ
      γενική τῶν ἐλαχίστων τῶν ἐλαχίστων τῶν ἐλαχίστων
      δοτική τοῖς ἐλαχίστοις ταῖς ἐλαχίσταις τοῖς ἐλαχίστοις
    αιτιατική τοὺς ἐλαχίστους τὰς ἐλαχίστᾱς τὰ ἐλάχιστ
     κλητική ! ἐλάχιστοι ἐλάχισται ἐλάχιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλαχίστω τὼ ἐλαχίστ τὼ ἐλαχίστω
      γεν-δοτ τοῖν ἐλαχίστοιν τοῖν ἐλαχίσταιν τοῖν ἐλαχίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐλάχιστος, ήδη σε Ομηρικό Ύμνο < θέμα ἐλαχ- (όπως στο ἐλαχύς) + -ιστος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐλάχιστος, -η, -ον, συγκριτικός: ἐλαχιστότερος, υπερθετικός:  ἐλαχιστότατος

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία