ἐκχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐκχωρέω <
Ρήμα επεξεργασία
ἐκχωρέω
- φεύγω από τη χώρα, μεταναστεύω
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- αποχωρώ, αποσύρομαι
- παραμερίζω (κάτι)
- (για οστά) φεύγω από τη θέση μου, από την άρθρωση
ἐκχωρέω