ἐκφύω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἐκφύω
- αποκτώ απογόνους (κυρίως για άνδρες)
- ὃς ἐξέφυσεν Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Ἀγαμέμνον᾽ ἐμέ τε Μενέλεων (αυτός που από το κρεβάτι της Αερόπης απέκτησε τον Αγαμέμνονα κι εμένα) Ευρ. Ελένη, 391
- παράγω
- ἡ γῆ κατά καιρόν ἐκφύουσα πάντα
- ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω, φυτρώνω, παρουσιάζομαι
- κεφαλαὶ τρεῖς ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυῖαι (από έναν αυχένα φύτρωναν τρία κεφάλια)
- ἕλκεα ἐκφύουσιν (βγαίνουν έλκη, οιδήματα, πληγές)
- γεννημένος, εκ γενετής, από τη φύση του
- λάλημα ἐκπεφυκός (φλύαρος εκ γενετής)
Συγγενικά επεξεργασία
- η ἔκφυσις, -εως